αιματοφάγος

αιματοφάγος
-α, -ο
1. αυτός που τρώει, που ρουφά αίμα, αιμοδιψής, αιμοβόρος
2. αυτός που τρεφεται με αίμα ζωντανών οργανισμών
3. αδίσταχτος εκμεταλλευτής, τοκογλύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, -ατος + -φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού τρώγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιμοφάγος — ο ο αιματοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + φάγος < έφαγον, αόρ. τού τρώγω. Η λ. πλάστηκε από τον Αθαν. Χριστόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”